- Δύμαν
- Δύμαςmasc voc sgΔύμᾱν , Δύμηfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
HYLLUS — fil. Herculis ex Deianira, qui Iolem, patre mortuo, Herod. l. 7. c. 204. l. 8. c. 13. et Strabo l. 9. p. 427. uxorem duxit, ex ea pater Iolae. Ovid. Met. l. 9. v. 279. Ep. Heriod. 9. v. ult. Hic postea cum ceteris fratribus, qui ex Hercule… … Hofmann J. Lexicon universale
Δωριείς — Ένα από τα τέσσερα αρχαία ελληνικά φύλα, που κατά το τέλος του 12ου αι. π.Χ. ξεκίνησε από την Ήπειρο, όπου ζούσε σε πρωτόγονες, ημινομαδικές συνθήκες, μετακινήθηκε προς τα Ν και εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και των… … Dictionary of Greek